ἐρίσφηλος

ἐρίσφηλος
ἐρίσφηλος
Grammatical information: adj.
Meaning: attribute of Herakles (Stesich. 82).
Derivatives: Beside it ἄσφηλοι ἀσθενεῖς. σφηλὸν γὰρ τὸ ἰσχυρόν H., but the meaning does not fit.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; connection with σφάλλω does not fit. Cf. Fick GGA 1894, 227.
Page in Frisk: 1,560

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερίσφηλος — ἐρίσφηλος, ον (Α) (επίθ. τού Ηρακλή) ο μεγαλοδύναμος, ο ερισθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η γλώσσα τού Ησυχίου «άσφηλοι ασθενείς σφηλόν γάρ τό ισχυρόν» δεν επιτρέπει αναγωγή τής λ. στο ρ. σφάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ἐρίσφηλος — overthrowing much masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίσφηλον — ἐρίσφηλος overthrowing much masc/fem acc sg ἐρίσφηλος overthrowing much neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

  • σφηλός — ή, όν, Α 1. αυτός που κινείται εύκολα, ευκίνητος 2. (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) σφηλόν α) «λοξόν, πυκνόν, εὐκίνητον» β) «τὸ ἰσχυρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής λ. δεν επιτρέπει τη σύνδεσή της με το ρ. σφάλλω (βλ. και λ. ἐρίσφηλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”